Griechisch | Deutsch |
---|---|
Noch keine Beispielsätze. |
Griechische Synonyme |
---|
Noch keine Synonyme |
Ähnliche Wörter |
---|
Noch keine ähnlichen Wörter |
Deutsche Synonyme |
---|
liebenswürdig |
konziliant |
sympathisch |
ansprechend |
umgänglich |
lieb |
φίλος ο [fílos] γεν. πληθ. φίλων : 1. άτομο με το οποίο αναπτύσσει κάποιος μια (στενή) κοινωνική σχέση, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία αγάπη, συμπάθεια, εκτίμηση: Στενός / αδελφικός / πιστός / επιστήθιος / καρδιακός / παιδικός / οικογενειακός φίλος -η -ο. (ειρ.) Άσπονδος φίλος -η -ο. Είναι αχώριστες φίλες. Έγιναν φίλοι στο στρατό. Mας έκανε το φίλο. Είναι η καλύτερή μου φίλη. Ήρθα σαν φίλος -η -ο. Ο βουλευτής θα δεχτεί τους πολιτικούς του φίλους στο γραφείο του. (γνωμ.) αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του. όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς*. ΠAΡ Πες μου ποιος είναι ο φίλος -η -ο σου να σου πω ποιος είσαι, ο καθένας διαμορφώνεται, επηρεάζεται από το κοινωνικό του περιβάλλον. Ο φίλος -η -ο στην ανάγκη* φαίνεται. ΠAΡ έκφρ. οι καλοί λογαριασμοί* κάνουν τους καλούς φίλους. ΠAΡ ΦΡ από μπρος κάνει το φίλο κι από πίσω* το σκύλο. || (μτφ.): Tο βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος -η -ο. || για άτομο που είναι άγνωστο ή που δεν ξέρουμε το όνομά του: Ο φίλος -η -ο από δω θα μας εξηγήσει. || η κλητική φίλε!, ως προσφώνηση, κυρίως για άτομα άγνωστα (συχνά αντί του κύριε!): Φίλε, πάρε το αυτοκίνητό σου, γιατί εμποδίζει. [...]
Auf Greeklex.net findest du Konjugationen für über 800 griechische Verben. Öffne die Detailsicht für ein Wort und gehe zu Grammatik.
Mit dem Griechisch Rechtschreibprüfer kannst du einen griechischen Text auf Fehler untersuchen und die Korrekturen vorschlagen lassen.
Lerne die griechische Schrift und die griechische Aussprache beliebiger Wörter mit dem Vorleser und dem Lautschrift-Tool.
Erweitere deine Wortschatz mit dem Vokabeltrainer. Füge eine Übersetzung deiner Vokabelliste hinzu um sie später zu üben.